- όταν
- και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ' ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα)(χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη)1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ' ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.)2. (με καθαρά υποθετ. σημασία) εάν («όταν δουλέψεις, θα προκόψεις»)3. (για επανάληψη μιας πράξης αορίστως στο μέλλον) κάθε φορά που θα, οσάκις (α. «όταν έρχεται στο σπίτι, όλοι χαίρονται» β. «ὅταν τι δρᾷς εἰς κέρδος, οὐκ ὀκνεῑν πρέπει», Σοφ.)4. κατά τον χρόνο που, τότε που (α. «όταν έμαθα τα νέα σου, χάρηκα» β. «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ)νεοελλ.(για επανάληψη πράξης στο παρελθόν) κάθε φορά που («όταν μέ έβλεπε, άλλαζε δρόμο»)αρχ.1. (για εισαγωγή παρομοίωσης) όπως κάθε φορά που («ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀστράπτῃ πόσις Ἥρης», Ομ. Ιλ.)2. φρ. α) «πρίν γ' ὅταν» (=πρίν γε ἢ ὅταν)προτού βέβαια παρά αφού (γίνει κάτι)β) «εἰς ὅτε κεν» — μέχρι τον χρόνο κατά τον οποίογ) «ὅταν τάχιστα» — ευθύς αφούδ) «ὅταν πρῶτον» — αφούε) «ὅταν τε... καὶ ὅταν» — είτε... είτε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅτε (Ι) + ἄν (πρβλ. οπόταν). Οι τ. ὅντας και ὅντες έχουν -ντ-, κατά το εἶντα, και τελικό -ς κατά τα πότες, τότες, άλλοτες].
Dictionary of Greek. 2013.